-
1 νημερτής
νημερτής, ές (νη – ἁμαρτάνω), ohne Fehl, wahrhaftig, wahr; Beiwort des wahrsagenden Proteus, Od. 4, 349; νημερτὲς μὲν δή μοι ὑπόσχεο καὶ κατάνευσον, Il. 1, 514; βουλὴ νημερτής, ein Rathschluß, der unfehlbar in Erfüllung gehen wird, Od. 1, 86. 5, 30; so νόος, 21, 205; ἔπος, ein zuverlässiges Wort, Il. 3, 204; so νημερτέα εἰπεῖν, der Wahrheit gemäß reden, und adv. νημερτέως, Od. 5, 98. 19, 269; τάχ' εἴσῃ πάντα νημερτῆ λόγον, Aesch. Pers. 242; sp. D. – S. auch nom. pr.
-
2 νημερτής
νημερτής, ές, ohne Fehl, wahrhaftig, wahr; Beiwort des wahrsagenden Proteus; βουλὴ νημερτής, ein Ratschluß, der unfehlbar in Erfüllung gehen wird; ἔπος, ein zuverlässiges Wort; νημερτέα εἰπεῖν, der Wahrheit gemäß reden
См. также в других словарях:
νημερτής — ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες) ζωολ. οι νημερτίνοι αρχ. 1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής» … Dictionary of Greek